- βασκανίας
- βασκανίᾱς , βασκανίαmalign influencefem acc plβασκανίᾱς , βασκανίαmalign influencefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βασκανοχάρτι — και βασκοχάρτι, το 1. φυλαχτό κατά της βασκανίας 2. εκκλησιαστική ευχή κατά της βασκανίας … Dictionary of Greek
προβασκάνι — το / προβασκάνιον, ΝΑ, και προβάσκαντον, Α φυλαχτό κατά τής βασκανίας ή τής μαγείας, εγκόλπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βασκάνι(ον) «φυλαχτό κατά τής βασκανίας»] … Dictionary of Greek
αβασκαντούρι — το [αβάσκαντος] είδος αγριοβότανου που χρησιμοποιείται κατά τής βασκανίας … Dictionary of Greek
αμάτιαστος — και ιαγος και ιαχτος, η, ο [ματιάζω] 1. αυτός που δεν ματιάστηκε, αβάσκαντος, αβασκάνιστος 2. ο μη επιδεκτικός βασκανίας, αυτός που δεν τόν πιάνει το μάτιασμα … Dictionary of Greek
αναποδοφωτιά — η η φωτιά που ανάβει κανείς με πυρίτη έχοντας τα χέρια στραμμένα προς τα πίσω, και η οποία χρησιμοποιείται για τη θεραπεία τής βασκανίας ή για εκδίωξη των βρικολάκων … Dictionary of Greek
βασκαντήρα — η και βασκαντήρι, το [βασκαίνω] 1. φυλαχτό κατά της βασκανίας 2. ονομασία διαφόρων φυτών, βάλσαμο κ.λπ., που θεωρούνται ότι προστατεύουν από τη βασκανία … Dictionary of Greek
καταχήνη — καταχήνη, ἡ (Α) 1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ ἔστ ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι τίτλος ενός δράματος επιγρ. 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα … Dictionary of Greek
σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… … Dictionary of Greek
φτου — Ν επιφών. χρησιμοποιείται: α) για να εκφράσει αποστροφή, περιφρόνηση, αηδία («φτου σου παλιάνθρωπε!») β) για την αποτροπή βασκανίας, μερικές φορές και ειρωνικά («φτου σου να μην βασκαθείς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek